- συννοητικός
- συννο-ητικός, ή, όν,A reasoning within itself, Plot.2.2.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συννοητικός — ή, όν, Α [συννοῶ] αυτός που μπορεί να συννοεί, να έχει επίγνωση … Dictionary of Greek
συννοητική — συννοητικός reasoning within itself fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)